Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
somewhat
01
κάπως, λίγο
a small degree, amount, portion, or kind of something
Παραδείγματα
His apology was somewhat of a surprise.
Η συγγνώμη του ήταν κάπως έκπληξη.
She's somewhat of an expert in medieval history.
Είναι κάπως ειδικός στη μεσαιωνική ιστορία.



























