Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
somebody
01
κάποιος, ένας άνθρωπος
a person whose identity is not specified or known
Παραδείγματα
Somebody left their keys on the table.
Κάποιος άφησε τα κλειδιά του στο τραπέζι.
I think somebody is calling your name.
Νομίζω ότι κάποιος καλεί το όνομά σου.



























