Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
somehow
01
με κάποιο τρόπο, κάπως
in a way or by some method that is not known or certain
Παραδείγματα
Somehow, she managed to find her way home in the dark.
Κάπως, κατάφερε να βρει το δρόμο του σπιτιού της στο σκοτάδι.
He lost his keys but somehow got into the house.
Έχασε τα κλειδιά του αλλά με κάποιο τρόπο μπήκε στο σπίτι.
02
με κάποιο τρόπο, κάπως
for a reason that is not known or understood



























