sojourner
so
ˈsoʊ
σου
jour
ʤɜr
τζερρ
ner
nɜr
νερρ
British pronunciation
/sˈə‍ʊd‍ʒɜːnɐ/

Ορισμός και σημασία του "sojourner"στα αγγλικά

01

προσωρινός κάτοικος, επισκέπτης

a person who resides temporarily in a place, often for a short or limited period of time
example
Παραδείγματα
The sojourner spent a few months in the small town before moving on to her next destination.
Ο ταξιδιώτης πέρασε μερικούς μήνες στη μικρή πόλη πριν μεταβεί στον επόμενο προορισμό της.
As a sojourner in the city, he took time to explore local customs and traditions.
Ως προσωρινός κάτοικος της πόλης, πήρε το χρόνο να εξερευνήσει τα τοπικά έθιμα και παραδόσεις.

Λεξικό Δέντρο

sojourner
sojourn
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store