Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sojourner
01
προσωρινός κάτοικος, επισκέπτης
a person who resides temporarily in a place, often for a short or limited period of time
Παραδείγματα
The sojourner spent a few months in the small town before moving on to her next destination.
Ο ταξιδιώτης πέρασε μερικούς μήνες στη μικρή πόλη πριν μεταβεί στον επόμενο προορισμό της.
As a sojourner in the city, he took time to explore local customs and traditions.
Ως προσωρινός κάτοικος της πόλης, πήρε το χρόνο να εξερευνήσει τα τοπικά έθιμα και παραδόσεις.



























