solar
so
ˈsoʊ
σου
lar
lɜr
λερρ
British pronunciation
/sˈə‍ʊlɐ/

Ορισμός και σημασία του "solar"στα αγγλικά

01

ηλιακός, ηλιοκεντρικός

related to the sun
solar definition and meaning
example
Παραδείγματα
Solar eclipses occur when the moon blocks the sun's light.
Οι ηλιακές εκλείψεις συμβαίνουν όταν η σελήνη εμποδίζει το φως του ήλιου.
Many homes now use solar water heaters to reduce energy bills.
Πολλά σπίτια χρησιμοποιούν τώρα ηλιακούς θερμοσίφωνες για να μειώσουν τους λογαριασμούς ενέργειας.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store