Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
societal
01
κοινωνικός, κοινωνίας
related to or characteristic of society and its members as a whole
Παραδείγματα
The societal norms of the time influenced people's behavior and attitudes.
Οι κοινωνικές νόρμες της εποχής επηρέασαν τη συμπεριφορά και τις στάσεις των ανθρώπων.
Economic inequality is a pressing societal issue that affects millions of individuals.
Η οικονομική ανισότητα είναι ένα πιεστικό κοινωνικό ζήτημα που επηρεάζει εκατομμύρια άτομα.
Λεξικό Δέντρο
societally
societal



























