Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Socializing
01
κοινωνικοποίηση, κοινωνική δραστηριότητα
the act of participating in social activities or gatherings with other people, often for the purpose of building relationships, sharing experiences, or having fun
Παραδείγματα
Socializing helps people feel more connected.
Η κοινωνικοποίηση βοηθά τους ανθρώπους να νιώθουν πιο συνδεδεμένοι.
He enjoys socializing with friends after work.
Απολαμβάνει να κοινωνικοποιείται με φίλους μετά τη δουλειά.
Λεξικό Δέντρο
socializing
socialize
social
soc



























