Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
socially
01
κοινωνικά, με κοινωνικό τρόπο
in a way that is related to society, its structure, or classification
Παραδείγματα
Socially, volunteering fosters a sense of community and empathy.
Κοινωνικά, η εθελοντική εργασία ενισχύει την αίσθηση της κοινότητας και της ενσυναίσθησης.
Cultural norms influence how individuals interact socially within a society.
Οι πολιτιστικές νόρμες επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα αλληλεπιδρούν κοινωνικά μέσα σε μια κοινωνία.
02
κοινωνικά, με κοινωνικό τρόπο
in a social manner
Λεξικό Δέντρο
socially
social
soc



























