LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
So-so
/sˌəʊsˈəʊ/
/ˈsoʊˈsoʊ/
Adjective (1)
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "so-so"
so-so
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
έτσι κι έτσι
being neither good nor bad
indifferent
so-so(p)
so-so
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
έτσι κι έτσι
in an acceptable (but not outstanding) manner
acceptably
tolerably
unacceptably
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App