Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Soaker
01
μέθυσος, αλκοολικός
a person who drinks alcohol to excess habitually
02
καταρρακτώδης βροχή, ισχυρή βροχή
a heavy rain
Λεξικό Δέντρο
soaker
soak
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μέθυσος, αλκοολικός
καταρρακτώδης βροχή, ισχυρή βροχή
Λεξικό Δέντρο