Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
snooty
01
αλαζονικός, περιφρονητικός
behaving in a snobbish, disdainful manner, often showing a sense of superiority toward others
Παραδείγματα
Her snooty attitude towards the less fashionable guests made everyone uncomfortable.
Η αλαζονική της στάση απέναντι στους λιγότερο μοντέρνους επισκέπτες έκανε όλους να νιώθουν άβολα.
The restaurant 's snooty staff made it clear that they considered themselves above ordinary diners.
Το αλαζονικό προσωπικό του εστιατορίου έκανε σαφές ότι θεωρούσαν τους εαυτούς τους ανώτερους από τους συνηθισμένους πελάτες.



























