Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
behindhand
01
υστερημένος, καθυστερημένος
in a state of being late or delayed in relation to an obligation, especially paying a debt
Παραδείγματα
She was behindhand with her report and ha.
Ήταν αργοπορημένη με την έκθεσή της και χα.
He became behindhand in his payments.
Έγινε υποχρεωτικός στις πληρωμές του.
behindhand
01
υστερημένος, καθυστερημένος
behind schedule
Λεξικό Δέντρο
behindhand
behind
hand



























