Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
beholden
01
υποχρεωμένος, ευγνώμων
indebted or obligated to someone because of a favor or kindness they have done
Παραδείγματα
She felt beholden to her mentor for guiding her through difficult times in her career.
Αισθανόταν υποχρεωμένη στον μέντορά της για την καθοδήγησή της μέσα από δύσκολες στιγμές στην καριέρα της.
After receiving help from her neighbor during a crisis, she felt beholden to repay the kindness.
Αφού έλαβε βοήθεια από τη γειτόνισσά της κατά τη διάρκεια μιας κρίσης, αισθάνθηκε υποχρεωμένη να ανταποδώσει την καλοσύνη.
Λεξικό Δέντρο
unbeholden
beholden



























