Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to behead
01
αποκεφαλίζω, κόβω το κεφάλι
to cut off someone's head
Transitive: to behead sb
Παραδείγματα
In medieval times, executioners would behead criminals in public squares.
Στους μεσαιωνικούς χρόνους, οι δήμιοι αποκεφάλιζαν εγκληματίες σε δημόσιες πλατείες.
The guillotine was historically used to behead individuals during the French Revolution.
Η γκιλοτίνα χρησιμοποιήθηκε ιστορικά για να αποκεφαλίσει άτομα κατά τη Γαλλική Επανάσταση.
Λεξικό Δέντρο
beheaded
beheading
behead
head



























