Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
behavioral
01
συμπεριφορικός, σχετικός με τη συμπεριφορά
related to actions or conduct, particularly in terms of psychology or observable behavior
Παραδείγματα
The psychologist studied the behavioral patterns of children with autism.
Ο ψυχολόγος μελέτησε τα συμπεριφορικά μοτίβα των παιδιών με αυτισμό.
Behavioral therapy aims to modify unwanted behaviors through reinforcement.
Η συμπεριφορική θεραπεία στοχεύει στη τροποποίηση ανεπιθύμητων συμπεριφορών μέσω ενίσχυσης.
Λεξικό Δέντρο
behavioral
behavior
behave



























