Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
beguiling
01
γοητευτικός, δελεαστικός
charmingly attractive or enticing
02
γοητευτικός, παραπλανητικός
misleading by means of pleasant or alluring methods
Λεξικό Δέντρο
beguiling
beguile
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
γοητευτικός, δελεαστικός
γοητευτικός, παραπλανητικός
Λεξικό Δέντρο