Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
skint
01
απένταρος, χωρίς δεκάρα
having little or no money, often due to having spent all of it or experiencing financial difficulties
Dialect
British
Παραδείγματα
I ca n't go out this weekend — I'm completely skint.
Δεν μπορώ να βγω αυτό το σαββατοκύριακο—είμαι εντελώς απένταρος.
He was skint after spending all his savings on a new car.
Ήταν απένταρος αφού ξόδεψε όλες τις οικονομίες του σε ένα καινούριο αυτοκίνητο.



























