Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
simultaneously
01
ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή
at exactly the same time
Παραδείγματα
The two dancers performed different routines simultaneously on the stage.
Οι δύο χορευτές εκτέλεσαν διαφορετικές ρουτίνες ταυτόχρονα στη σκηνή.
The presentations were given simultaneously in two separate rooms.
Οι παρουσιάσεις δόθηκαν ταυτόχρονα σε δύο ξεχωριστές αίθουσες.
Λεξικό Δέντρο
simultaneously
simultaneous
simultane



























