Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
shrewish
01
φιλόνικη, δύστροπη
(of a woman) aggressive, unpleasant, and always arguing
Λεξικό Δέντρο
shrewishly
shrewishness
shrewish
shrew
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
φιλόνικη, δύστροπη
Λεξικό Δέντρο