Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
short-tempered
01
ευερέθιστος, οξύθυμος
having a tendency to become angry quickly
Παραδείγματα
The short-tempered boss yelled at employees for minor mistakes.
Ο ευέξαπτος αφεντικός φώναξε στους υπαλλήλους για μικρά λάθη.
Lack of sleep made her unusually short-tempered with her kids.
Η έλλειψη ύπνου την έκανε ευερέθιστη με τα παιδιά της.



























