LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Shipyard
/ʃˈɪpjɑːd/
/ˈʃɪpˌjɑɹd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "shipyard"
Shipyard
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a workplace where ships are built or repaired
Παράδειγμα
The
shipyard
workers
painted
the
hull
of
the
cargo ship
before
its
voyage
across
the
Atlantic
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App