Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shipwreck
01
ναυάγιο, ερείπιο πλοίου
a ship that is destroyed or sunk at sea
02
ναυάγιο, ατύχημα πλοίου
an accident that destroys a ship at sea
03
ναυάγιο, ανεπανόρθωτη απώλεια
an irretrievable loss
to shipwreck
01
ναυάγιο, καταστρέφω ένα πλοίο
destroy a ship
02
προκαλώ ναυάγιο, κάνω ένα πλοίο να βυθιστεί
cause to experience shipwreck
03
ναυάγιο, καταστρέφω ολοκληρωτικά
ruin utterly
04
αποτυγχάνω, ναυαγώ
suffer failure, as in some enterprise
Λεξικό Δέντρο
shipwreck
ship
wreck



























