Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
self-employed
01
αυτοαπασχολούμενος, ελεύθερος επαγγελματίας
working for oneself rather than for another
Παραδείγματα
She is self-employed and runs her own catering business from home.
Είναι αυτοαπασχολούμενη και διαχειρίζεται τη δική της επιχείρηση catering από το σπίτι.
He chose to be self-employed as a consultant, allowing him to set his own schedule.
Επέλεξε να είναι αυτοαπασχολούμενος ως σύμβουλος, κάτι που του επιτρέπει να ορίζει το δικό του πρόγραμμα.



























