Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
self-disciplined
/sˈɛlfdˈɪsɪplˌɪnd/
/sˈɛlfdˈɪsɪplˌɪnd/
self-disciplined
01
αυτοπειθαρχημένος, πειθαρχημένος
having the ability to control one's own behaviors and actions
Παραδείγματα
The self-disciplined student consistently completed assignments well before the deadlines.
Ο αυτοπειθαρχημένος μαθητής ολοκλήρωνε με συνέπεια τις εργασίες πολύ πριν από τις προθεσμίες.
Being self-disciplined, she maintained a strict schedule to achieve work-life balance.
Όντας αυτοπειθαρχημένη, διατήρησε ένα αυστηρό πρόγραμμα για να επιτύχει ισορροπία μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής.



























