Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
self-deprecating
/ˌsɛɫfˈdɛpɹəˌkeɪtɪŋ/
/sˈɛlfdˈɛpɹɪkˌeɪtɪŋ/
self-deprecating
01
αυτοκριτικός, αυτεπικριτικός
critical of oneself, often expressed humorously or to downplay one's achievements
Παραδείγματα
His self-deprecating remark about missing the obvious mistake made the room relax.
Η αυτοειρωνική του παρατήρηση για το ότι απέτυχε να δει το προφανές λάθος χαλάρωσε την ατμόσφαιρα στο δωμάτιο.
She used self-deprecating humor to deflect praise after the presentation.
Χρησιμοποίησε αυτοειρωνικό χιούμορ για να εκτρέψει τα εγκώμια μετά την παρουσίαση.



























