Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Self-esteem
01
αυτοεκτίμηση, αυτοπεποίθηση
satisfaction with or confidence in one's own abilities or qualities
Παραδείγματα
Positive feedback from her peers boosted her self-esteem.
Η θετική ανατροφοδότηση από τους συνομηλίκους της ενίσχυσε την αυτοεκτίμησή της.
He struggled with low self-esteem after the criticism.
Πάλεψε με τη χαμηλή αυτοεκτίμηση μετά τις κριτικές.



























