Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
self-consciously
/sˈɛlfkˈɑːnʃəsli/
/sˈɛlfkˈɒnʃəsli/
self-consciously
01
αυτοσυνειδητά, με αμηχανία
in a way that suggests embarrassment or worry about one's own actions or appearance
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αυτοσυνειδητά, με αμηχανία