Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
self-conscious
/ˌsɛlfˈkɑnʃəs/
/ˌsɛlfˈkɒnʃəs/
self-conscious
01
αμήχανος, αβέβαιος
embarrassed or worried about one's appearance or actions
Παραδείγματα
She felt self-conscious about her new haircut, worried that it did n't suit her face shape.
He became self-conscious when all eyes turned to him during the presentation, causing him to stumble over his words.
Έγινε αμήχανος όταν όλα τα μάτια στράφηκαν προς αυτόν κατά τη διάρκεια της παρουσίασης, κάνοντάς τον να σκοντάψει στα λόγια του.
02
συνειδητός του εαυτού του, αυτοσυνειδητός
(psychology) having awareness of one's own existence, especially recognizing oneself as a conscious being
Παραδείγματα
Humans are uniquely self-conscious, capable of reflecting on their own thoughts.
Οι άνθρωποι είναι μοναδικά αυτοσυνειδητοί, ικανοί να αναλογίζονται τις δικές τους σκέψεις.
The development of a self-conscious mind is a key aspect of human psychology.
Η ανάπτυξη ενός αυτοσυνειδητού νου είναι μια βασική πτυχή της ανθρώπινης ψυχολογίας.



























