Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to seize with teeth
/sˈiːz wɪð tˈiːθ/
/sˈiːz wɪð tˈiːθ/
to seize with teeth
01
πιάνω με τα δόντια, δαγκώνω για να πιάσω
to grip, cut off, or tear with or as if with the teeth or jaws
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πιάνω με τα δόντια, δαγκώνω για να πιάσω