Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Scurvy
01
σκορβούτο, ασθένεια που προκαλείται από σοβαρή έλλειψη βιταμίνης C
a disease caused by severe lack of vitamin C
scurvy
Παραδείγματα
His scurvy actions left a trail of hurt feelings and broken trust.
Οι εξευτελιστικές πράξεις του άφησαν ένα ίχνος πληγωμένων συναισθημάτων και σπασμένης εμπιστοσύνης.
The scurvy tricks he played on his colleagues were a clear violation of ethical standards.
Τα εξευτελιστικά κόλπα που έπαιξε στους συναδέλφους του ήταν σαφής παραβίαση των ηθικών προτύπων.



























