Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Scuzzbucket
01
κάθαρμα, αχρείος
a contemptible or unpleasant person, often used in a playful or mocking manner
Παραδείγματα
That scuzzbucket stole my lunch from the fridge!
Αυτός ο πάρασιτος έκλεψε το μεσημεριανό μου από το ψυγείο !
He 's such a scuzzbucket, always causing trouble.
Είναι ένας κάθαρμα, πάντα προκαλεί προβλήματα.



























