Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
scurrilous
01
υβριστικός, δυσφημιστικός
deliberately insulting in a way that damages someone's reputation
Παραδείγματα
His scurrilous remarks about the mayor sparked outrage among the community.
Οι υβριστικές παρατηρήσεις του για τον δήμαρχο προκάλεσαν οργή στην κοινότητα.
Scurrilous attacks on social media can be particularly damaging, as they often go viral and reach a wide audience.
Οι συκοφαντικές επιθέσεις στα κοινωνικά δίκτυα μπορεί να είναι ιδιαίτερα βλαβερές, καθώς συχνά γίνονται viral και φτάνουν σε ένα ευρύ κοινό.
Λεξικό Δέντρο
scurrilously
scurrilous
scurril



























