Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to scrunch up
01
καθίζω στα γόνατα, κάθομαι στις φτέρνες
sit on one's heels
02
τσαλακώνω, ζαρώνω
make wrinkles or creases on a smooth surface; make a pressed, folded or wrinkled line in; `crisp' is archaic
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
καθίζω στα γόνατα, κάθομαι στις φτέρνες
τσαλακώνω, ζαρώνω