Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
scandalous
01
σκανδαλώδης, συγκλονιστικός
shocking or disgraceful, often involving immoral or unethical behavior
Παραδείγματα
The scandalous revelation of embezzlement within the company led to widespread public distrust.
Η σκανδαλώδης αποκάλυψη της υπεξαίρεσης εντός της εταιρείας οδήγησε σε ευρεία δημόσια δυσπιστία.
Public outcry erupted when the scandalous affair of the prominent figure was exposed in tabloids, revealing a hidden world of deceit.
Μια δημόσια κατακραυγή ξέσπασε όταν η σκανδαλώδης υπόθεση του διαπρεπούς προσώπου αποκαλύφθηκε στα tabloid, αποκαλύπτοντας έναν κρυμμένο κόσμο εξαπάτησης.
Λεξικό Δέντρο
scandalously
scandalousness
scandalous
scandal



























