Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
scalloped
01
με οδοντωτές άκρες, με κυματιστά περιθώρια
having a margin with rounded scallops
02
ψημένο με κρεμώδη σάλτσα ή γάλα, ετοιμασμένο με κρεμώδη σάλτσα
prepared by being baked with a creamy sauce or milk
Λεξικό Δέντρο
scalloped
scallop



























