Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Saxophone
01
σαξόφωνο
a curved metal wind instrument that is played by blowing into it while pressing its buttons
Παραδείγματα
He played a soulful jazz solo on the saxophone during the concert.
Έπαιξε ένα συναισθηματικό τζαζ σόλο στο σαξόφωνο κατά τη διάρκεια της συναυλίας.
She 's been learning to play the saxophone, drawn to its rich and versatile sound.
Μαθαίνει να παίζει το σαξόφωνο, προσελκύεται από τον πλούσιο και πολυσχιδή ήχο του.
Λεξικό Δέντρο
saxophonist
saxophone



























