Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sawyer
01
σκολύτας, ξυλοφάγος σκαθάρι
any of several beetles whose larvae bore holes in dead or dying trees especially conifers
02
πριονιστής, ξυλοκόπος
one who is employed to saw wood
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σκολύτας, ξυλοφάγος σκαθάρι
πριονιστής, ξυλοκόπος