Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sawmill
01
πριονιστήριο, εργοστάσιο ξυλείας
a facility or industrial plant equipped with machinery for cutting, processing, and shaping logs or timber into lumber or wood products
Παραδείγματα
The sawmill efficiently transforms large logs into boards and planks for construction purposes.
Το πριονιστήριο μετατρέπει αποτελεσματικά μεγάλα κούτσουρα σε σανίδες και σανίδες για κατασκευαστικούς σκοπούς.
In rural areas, small-scale sawmills play a vital role in processing locally sourced timber.
Στις αγροτικές περιοχές, οι μικρές πριονιστήρια παίζουν ζωτικό ρόλο στην επεξεργασία τοπικά προμηθευόμενου ξύλου.
02
πριονιστήριο, μεγάλη μηχανή πριονίσματος
a large sawing machine
Λεξικό Δέντρο
sawmill
saw
mill



























