Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Saxophonist
01
σαξοφωνίστας, παίκτης σαξόφωνου
someone who plays the saxophone
Παραδείγματα
The saxophonist delivered an impressive solo during the jazz concert.
Ο σαξοφωνίστας παρουσίασε ένα εντυπωσιακό σόλο κατά τη διάρκεια της τζαζ συναυλίας.
She has been a talented saxophonist since her high school band days.
Ήταν ταλαντούχα σαξοφωνίστρια από τις μέρες της στο σχολικό συγκρότημα.
Λεξικό Δέντρο
saxophonist
saxophone



























