Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sanitation
01
υγιεινή, δημόσια υγιεινή
the condition or practice of maintaining clean and healthy environments, especially in public places, to prevent the spread of disease
Παραδείγματα
Proper sanitation is essential for maintaining public health.
Η κατάλληλη υγιεινή είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της δημόσιας υγείας.
The city invested in better sanitation to improve living conditions.
Η πόλη επένδυσε σε καλύτερες υγειονομικές συνθήκες για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης.
02
υγιεινή, καθαριότητα
the state of being clean and conducive to health
Λεξικό Δέντρο
sanitation
sanitate



























