Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sanitarium
01
σανατόριο, θεραπευτική εγκατάσταση
an establishment or facility that treats people who have a chronic illness
Παραδείγματα
She was admitted to the sanitarium for treatment of her chronic respiratory condition.
Εισήχθη στο σανατόριο για τη θεραπεία της χρόνιας αναπνευστικής της πάθησης.
The sanitarium offered specialized care for patients with long-term illnesses.
Το σαντόριο προσέφερε εξειδικευμένη φροντίδα για ασθενείς με μακροχρόνιες ασθένειες.



























