Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
said
01
προαναφερθείς, ειπωμένος
previously mentioned or identified in conversation or text
Παραδείγματα
The said individual was not present at the meeting.
Το προαναφερθέν άτομο δεν ήταν παρόν στη συνάντηση.
The said report was submitted last week.
Η αναφερθείσα έκθεση υποβλήθηκε την περασμένη εβδομάδα.
Λεξικό Δέντρο
unsaid
said
say



























