Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sai
01
sai, παραδοσιακό όπλο πολεμικών τεχνών με μεταλλικό άξονα και δύο δόντια που χρησιμοποιείται στο καράτε
a traditional martial arts weapon with a metal shaft and two prongs used in karate
Παραδείγματα
He practiced his sai moves in karate class.
Εξασκηθηκε στις κινήσεις του sai στο μάθημα καράτε.
The sai was used for blocking and striking in the demonstration.
Το sai χρησιμοποιήθηκε για μπλοκάρισμα και χτύπημα στην επίδειξη.



























