Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Rosiness
01
σκονισμένο ροζ, σκονισμένο τριαντάφυλλο
a dusty pink color
02
ροζ απόχρωση, υγιής ροζ χροιά
a healthy reddish complexion
03
ροζ απόχρωση, ροζ χρώμα ως ένδειξη καλής υγείας
a rosy color (especially in the cheeks) taken as a sign of good health
Λεξικό Δέντρο
rosiness
rosy
rose



























