LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bassoonist
/bæsˈuːnɪst/
/bəˈsunɪst/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "bassoonist"
Bassoonist
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a person who plays the bassoon
word family
bassoon
bassoon
Noun
bassoonist
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bassoon
basso rilievo
basso relievo
basso profundo
basso continuo
basswood
bast
bast fiber
bastard
bastard feverfew
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App