Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Rigging
01
εξοπλισμός, ιστιοφορία
gear consisting of ropes etc. supporting a ship's masts and sails
02
εξοπλισμός, ιστιοφορία
formation of masts, spars, sails, etc., on a vessel
Λεξικό Δέντρο
rigging
rig
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εξοπλισμός, ιστιοφορία
εξοπλισμός, ιστιοφορία
Λεξικό Δέντρο