Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
rigged
01
στημένος, χειραγωγημένος
dishonestly arranged or manipulated to produce a desired outcome
Παραδείγματα
The company faced backlash for its rigged hiring process.
Η εταιρεία αντιμετώπισε αντιδράσεις για τη στημένη διαδικασία πρόσληψής της.
He refused to participate in a rigged contest.
Αρνήθηκε να συμμετάσχει σε ένα στημένο διαγωνισμό.
Λεξικό Δέντρο
unrigged
rigged
rig



























