Riddled
volume
British pronunciation/ɹˈɪdə‍ld/
American pronunciation/ˈɹɪdəɫd/

Ορισμός και Σημασία του "riddled"

01

(often followed by `with') damaged throughout by numerous perforations or holes

02

spread throughout

riddled

adj

riddle

v
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store