LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Retraining
/ɹɪtɹˈeɪnɪŋ/
/ɹiˈtɹeɪnɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "retraining"
Retraining
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
training for a new occupation
word family
train
train
Verb
training
Noun
retraining
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
retrain
retractor
retraction
retractile
retracted
retral
retranslate
retransmit
retread
retreat
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App